- σαλινόμετρο
- το, Ντεχνολ. υγρόμετρο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση τής αλατότητας τού θαλασσινού νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. salinometer < salin- (< λατ. salinus < sal, salis «αλάτι») + meter (< μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.